ασβεστοκάμινο

ασβεστοκάμινο
το και -νος, η
καμίνι όπου παράγεται ασβέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άσβεστος + καμίνι, κάμινος. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. γερμ. Kalkofen)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασβεστοκάμινο — το καμίνι μέσα στο οποίο ψήνουν ασβεστόλιθους, ασβεστάδικο, ασβεσταριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… …   Dictionary of Greek

  • ασβεστάδικο — το 1. το ασβεστοκάμινο 2. το κατάστημα που πουλά ασβέστη …   Dictionary of Greek

  • διφούρκι — το σιδερένιο διχαλωτό εργαλείο με το οποίο ρίχνουν τα ξύλα στην ασβεστοκάμινο …   Dictionary of Greek

  • ασβεσταριά — ασβεσταριά, η και ασβεσταριό, το το ασβεστοκάμινο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”